διέκταση

διέκταση
η (Α διέκτασις) [διεκτείνω]
νεοελλ.
το γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο παρεμβάλλεται μέσα σε συνηρημένη λέξη και αμέσως πριν από το φωνήεν, που προέρχεται από συναίρεση, ένα άλλο φωνήεν ταυτόφωνο αλλά διαφορετικού χρόνου (π.χ. φόως - φως)
αρχ.
το τέντωμα μελών τού σώματος, το να απλώνει κανείς χέρια και πόδια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άαπτος — ἄαπτος ον (Α) συνήθως ερμηνεύεται: αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αγγίξει, ακαταμάχητος, ακατάβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση τής λ. με το ἅπτομαι πιθ. να οφείλεται σε παρετυμολογία, εάν το α αντί αν δεν δικαιολογείται από τη δασεία του ἅπτομαι.… …   Dictionary of Greek

  • αμφιθόωκος — ἀμφιθόωκος, ον (Α) [θῶκος] αυτός που βρίσκεται γύρω από τον θώκο, τον θρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + θόωκος (< θόοκος) ασυναίρετος τύπος τού θᾶκος, θῶκος με έκταση (διέκταση) του φωνήεντος τής δεύτερης συλλαβής] …   Dictionary of Greek

  • αστυβοώτης — ( ου), ο (Α) (για κήρυκα) αυτός που φωνάζει δυνατά μέσα στην πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + βοώ ( άω). Ο τ. αστυβοώτης, που οφείλεται σε διέκταση (αντί του αστυβοήτης), οδηγεί στην υπόθεση ενός τ. *αστυβώτης (με ιωνική συναίρεση του οη σε ω )] …   Dictionary of Greek

  • γανώ — γανῶ ( άω) (Α) 1. (για μέταλλα) λάμπω, αστράφτω 2. (για ανθρώπους) λάμπω από χαρά 3. (για φυτά) θάλλω («νάρκισσον γανόωντα», Όμ.) 4. γυαλίζω, στιλβώνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού γάνυμαι*, με θέμα που λήγει σε έρρινο, αλλά χωρίς την… …   Dictionary of Greek

  • διαίρεση — Ο χωρισμός σε μέρη. (Βιολ.) Είδος αγενούς πολλαπλασιασμού όπου ο μητρικός οργανισμός διαιρείται σε δύο (διχοτόμηση) κομμάτια, τα οποία αναγεννούν τα τμήματα που λείπουν και αποκαθιστούν το μέγεθος και το τμήμα του οργανισμού. (Μαθημ.) Η… …   Dictionary of Greek

  • φαάντατος — άτη, ον, Α (επικ. τ.) (υπερθ. τού φαεινός) φωτεινότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φăᾱν τατος (< *φαFeντα τος, με διέκταση, πρβλ. φόως: φῶς*) έχει σχηματιστεί από ένα θ. *φαF εν παρλλ. τού σιγμόληκτου *φαFεσ τού φάος / φῶς* (για τις μορφές αυτές τού θ. βλ …   Dictionary of Greek

  • φαάντερος — έρα, ον, Α (επικ. τ.) (συγκριτ. τού φαεινός) φωτεινότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φăᾱν τερος (< *φαFεντερος, με διέκταση, πρβλ. φόως: φῶς*) έχει σχηματιστεί από ένα θ. *φαF εν , παρλλ. τού σιγμόληκτου *φαFεσ τής λ. φάος / φῶς* (για τις μορφές αυτές τού …   Dictionary of Greek

  • φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”